- μπαλ-μασκέ
- τοάκλ. χορός μεταμφιεσμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bal «χορός» (< λατ. ballo,-āre «χορεύω») masque «μασκαρεμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαλ μασκέ — το άκλ.(λ. γαλλ.), χορός μεταμφιεσμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)